- κρυψίγονον
- κρυψίγονοςsecretly bornmasc/fem acc sgκρυψίγονοςsecretly bornneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρυψίγονος — κρυψίγονος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά, με μυστηριώδη τρόπο («κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + γονος (< γίγνομαι)] … Dictionary of Greek